Κυριακή 8 Μαΐου 2016

ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΜΟΦΥΛΟΦΙΛΟΥΣ ΗΡΩΕΣ ΣΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΙΒΛΙΑ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΝΟΛΛΑ

Αφορμή για το κείμενο αυτό αποτέλεσε η πρόσφατη ανάγνωση των δύο τελευταίων βιβλίων του Δημήτρη Νόλλα «Το ταξίδι στην Ελλάδα» και «Μάρμαρα στη μέση» που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ. Γράφω ως απλός αναγνώστης, χωρίς καμία θεωρητική προετοιμασία, απλά μεταφέροντας προσωπικές εντυπώσεις και απόψεις. Διάβασα τα δύο βιβλία διαδοχικά κατά τις πρόσφατες διακοπές μου και ομολογώ ότι είχα καιρό να ασχοληθώ με τη «νέα» ελληνική λογοτεχνική παραγωγή. Ίσως λοιπόν κάποιες σκέψεις και κρίσεις μου να είναι εξ αρχής άτοπες, ακριβώς λόγω της μη συστηματικής εκ μέρους μου παρακολούθησης των λογοτεχνικών πραγμάτων της χώρας μας.

Ως γενικές σκέψεις- κρίσεις και για τα δύο βιβλία θεωρώ ότι βασικό τους χαρακτηριστικό είναι η διηγηματική γραφή. Ο μύθος είναι σχετικά απλός, αλλά μέσα σε αυτόν αναμειγνύονται υποθέσεις πολλών άλλων προσώπων και γίνονται μικρές αναφορές σε πολλά θέματα που, κατά τη γνώμη μου, μένουν μετέωρες και ανεξήγητες μέσα στο κείμενο. Παραδειγματικά καταγράφω τις αναφορές σε πολιτικά γεγονότα, όπως το μακεδονικό, το κουτσοβλαχικό ζήτημα, η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων αλλά και οι γάμοι ελλήνων ωρίμων ανδρών με νέες γυναίκες σλαβικής καταγωγής. Όλα αυτά, αλλά και άλλα πολλά, απλά περνάνε ως αναφορές μέσα στα μυθιστορήματα και κανένα θέμα δεν αναλύεται αρκετά. Ο συγγραφέας σε μια προσπάθεια να «εκσυγχρονίσει» τη γλώσσα του χρησιμοποιεί ακόμα και λέξεις, όπως «Τζέσουςφρικ» για να δείξει τι;  Ότι ένας ώριμος συγγραφέας είναι κοντά στη γλώσσα των νέων; Επίσης ως γενικότερη θέση των πνευματικών ανθρώπων αυτού του τόπου σημειώνω την κριτική που ασκεί και ο Νόλλας στην περίοδο της πασοκικής ευδαιμονίας και στον άκρατο υλισμό- καταναλωτισμό. Μόνο που δυστυχώς γίνεται πάλι εκ των υστέρων. Δεν θυμάμαι πολλούς συγγραφείς να κρίνουν ή να ανησυχούν έστω για το μέλλον της χώρας όταν ζούσαμε τις παρελθούσες χρυσές δεκαετίες…Οπότε πάλι κριτική κατόπιν εορτής.
Δεν με ενδιαφέρει να κάνω κριτική όμως στα βιβλία αυτά γενικά. Ως αναγνώστη, μου κίνησε το ενδιαφέρον η αντιμετώπιση σε αρκετά σημεία των δύο βιβλίων, των ομοφυλόφιλων ηρώων και ήθελα να εκφράσω κάποιες σκέψεις πάνω σε αυτό το θέμα.
 Ο Νόλλας εμφανίζει σε αρκετά σημεία ομοφυλόφιλους ήρωες πάντα σε δεύτερους ρόλους, αρκετά όμως χαρακτηριστικούς. Η γενική εικόνα των προσώπων αυτών είναι εντελώς αρνητική. Και στα δύο βιβλία ο ομοφυλόφιλος είναι πονηρός, δολοπλόκος και αναμεμειγμένος σε κάθε παρανομία με σκοπό να επιβιώσει, να επιβληθεί και να αναδειχθεί ως ανώτερος των άλλων. 
Στο πρώτο χρονικά μυθιστόρημα το «ταξίδι στην Ελλάδα» που βραβεύτηκε το 2014 με το κρατικό βραβείο μυθιστορήματος, εντοπίζω πάλι τις ήδη αναφερθείσες αδυναμίες. Εντελώς διηγηματική γραφή, βασικός μύθος χωρίς ιδιαίτερη εξέλιξη, και απλή παράθεση σκόρπιων εμπειριών- ιστοριών που μένουν ασύνδετες και χωρίς κατάληξη. Ξαναειπωμένες ιστορίες για τον εμφύλιο και τις συνέπειές του και ενοχές για τη μετάλλαξη της Θεσσαλονίκης στην πορεία του χρόνου. 
Οι αναφορές σε ομοφυλόφιλους εντοπίζονται κυρίως σε μια σκηνή όπου ο βασικός ήρωας (Αρίστος) αναζητώντας ένα άλλο πρόσωπο (Χρυσάνθη) θα καταφύγει σε ένα στέκι ομοφυλοφίλων στη Θεσσαλονίκη της δεκαετίας του 1960. Παραθέτω αποσπάσματα από το βιβλίο:  
Σελ 49 «Κάτω από τη ταμπέλα ΕΔΩΔΙΜΑ ΑΠΟΙΚΙΑΚΑ- Η ΒΟΜΒΑΗ όπου στην είσοδο του καταστήματος στοιβάζονταν τσουβάλια με όσπρια πάσης φύσεως, φασόλια, φακές και φάβα..δημιουργούσαν ένα προστατευτικό τείχος μπροστά από αυτή τη σπηλιά του Αλή Μπαμπά , κατευθύνονταν με διακριτικότητα καλοντυμένοι άνδρες που προσέρχονταν νωρίς το απόγευμα εκείνης της μέρας….Στο βάθος του μαγαζιού έφτασαν σε μια μικρή πόρτα που άνοιξε πριν τη χτυπήσουν. Μπροστά τους μια ευρύχωρη αίθουσα με ένα τζουκ μποξ, μια μικρή πίστα και ένα πάλκο και μια σειρά τραπεζάκια. Το πρώτο που αντίκρισε με έκπληξη ήταν τα λικνιζόμενα γκαρσόνια που έφερναν ποτά και ναργιλέδες μέσα σε ένα ντουμάνι όπου ξεχώριζαν οι σιλουέτες αντρών προσεκτικά ντυμένων, αλλά και έφηβοι καλοφτιαγμένοι που μερικοί από αυτούς δεν είχαν προλάβει να αλλάξουν τα ρούχα της δουλειάς ….»
Σελ 51 « ο Αρίστος έχοντας επισκεφτεί αντίστοιχα γερμανικά καταγώγια πιο ελεύθερα και πιο απογειωμένα, όταν ξεπέρασε την πρώτη εντύπωση είπε απαξιωτικά «τι  υποκρισία κι αυτή η πόλη. Ό,τι και να κάνουν το κάνουν κρυφά» » .
«Οι ξαναμμένες φάτσες των προσεκτικά ντυμένων αντρών ήταν σε αντίθεση με τα φαινομενικά ψυχρά και αποστασιοποιημένα πρόσωπα εκείνης της παρέας εφήβων  που ξεχώριζαν καθώς φορούσαν ακόμη τα τσαλακωμένα ρούχα της δουλειάς. Χοντροπάπουτσα και φόρμες μηχανουργείων στόλιζαν τα κορμιά αυτών των κούρων, που τα κεφάλια τους μπερδεύονταν ανάμεσα στα υπόλοιπα….
Εδώ μέσα πάλλεται μια άγνωστη πλευρά της πόλης μας, πιο ζωντανή κι από την αγορά ..εδώ μέσα μπορείς να μάθεις τι γίνεται στον κόσμο όλο, και στην πιο απόμερη γωνιά της πόλης μας, την πιο σκοτεινή….»
Σελ 52 « ένας συνομήλικός τους είχε σηκωθεί και με ξεκούμπωτο το σταυρωτό σακάκι πλησίαζε με αργά λικνιστικά βήματα και απλωμένα τα χέρια σε συνδυασμό ικεσίας και πρόσκλησης…Όχι ρε Ζιζή δεν χορεύω…έχω δουλειά. Αυτός που αποκάλεσε Ζιζή οπισθοχώρησε προς  το κέντρο της πίστας με τέμπο συρμού που άλλαξε ράγες, σφιχταγκαλιάζοντας έναν αόρατο καβαλιέρο σε ένα λάγνο ταγκό.»
Σελ 53 «μέσα στο γενικότερο κλίμα της χρυσοφιλίας οι συναλλασσόμενοι θεωρούσαν επιβεβλημένο να ξεφεύγουν πότε πότε συναναστρεφόμενοι τις πουστοπαρέες της Βομβάης. Το περιβάλλον έμοιαζε ιδανικό για να κλείνουν και να επικυρώνουν συμφωνίες.»
Σελ 54 «τα  κεράσματα από τον Ζιζή, για να απαλύνει τη σκληροκαρδία σου, είπε το γκαρσόνι αφήνοντας δυο κονιάκ…»
Σελ 55 «χορεύετε; Η φωνή που ρώτησε είχε έναν ήχο γλυκό σφυριχτό και όταν έσκυψε πάνω του, όπως το γεράκι πριν εφορμήσει από ψηλά καταπάνω στο θήραμά του και με μάτι απειλητικό, το πρόσωπο του Αρίστου βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής από το πρόσωπο του ανθρώπου που είχε εκστομίσει την εξωφρενική πρόσκληση…όταν ο άγνωστος επανέλαβε την πρόσκληση ο Αρίστος είχε κάνει μια απότομη απωθητική κίνηση προς τα πίσω και η καρέκλα του ακούμπησε στον τοίχο, ενώ ο Χαρίλαος είπε κοροϊδευτικά…   τι κάνεις εκεί ρε Τρύφωνα, προσπαθείς να τρομάξεις το φιλαράκι μου; »
Σελ 59 « όσο αγόρευε έστρεφε διακριτικά το κεφάλι του και έριχνε γρήγορες ματιές φιλάρεσκες και ερωτικές στον καθρέπτη, θαυμάζοντας τον εαυτό του και ο Αρίστος σκέφτηκε έχει γούστο να τον παίρνει αυτός ο καυλιάρης και αυτομάτως ξεπήδησε στο βρώμικο μυαλό του ένα ερωτικό σύμπλεγμα με έναν από αυτούς τους νέους άνδρες που κάθονταν στην απέναντι πλευρά της αίθουσας και κρατούσε το ρυθμό της μουσικής χτυπώντας τα δάχτυλά του στον αγαλματένιο του μηρό, στέλνοντας αδιόρατα μηνύματα σε όποιον ήθελε να τα λάβει. Ανάμεσα στους σμιλεμένους μηρούς αυτού του νέου είχε συρθεί ο Τρύφων και σκυμμένος τώρα είχε επιδοθεί σε μια ξέφρενη πεολειχία, ενώ ο Ζιζής του στόλιζε το κεφάλι με κλωνάρια σέλινου, την ώρα που μετατρέπονταν όλη η αίθουσα σε αυτό που πάντα ήταν , ένα μπορντέλο.»
Η μεγάλη αυτή σκηνή του βιβλίου είναι γεμάτη από στερεοτυπικές αρνητικές εικόνες για τους ομοφυλόφιλους. Σωστά τονίζεται το δεδομένο της κρυφής ύπαρξης του καταστήματος αυτού και της υποκρισίας της πόλης. Όμως όλη η υπόλοιπη σκηνή βρίθει από επαναλαμβανόμενα στερεότυπα. Οι ομοφυλόφιλοι είναι απαραίτητα θηλυπρεπείς και χρησιμοποιούν γυναικεία ονόματα. Είναι πάντα περασμένης ηλικίας και αρκετά ανεξάρτητοι οικονομικά. Χρησιμοποιούν το χρήμα και την όποια εξουσία έχουν για να ικανοποιηθούν σεξουαλικά από νεώτερους άνδρες, που πάντα είναι παιδιά της εργατικής τάξης, που από «ανάγκη» καταφεύγουν σε τέτοιες «ανώμαλες» συναλλαγές. Οι νέοι είναι όμορφοι και αμόλυντοι, ανεπηρέαστοι από το χώρο αυτό της αμαρτίας, αλλά η κοινωνία τους οδηγεί στον ξεπεσμό της παροχής υπηρεσιών σε ομοφυλόφιλους ώριμους κυρίους.  Στο κατάστημα αυτό πέρα από την εμφανή του λειτουργία αποδίδονται «μαγικές» ιδιότητες. Εκεί κλείνονται συμφωνίες, μέσα στη σιωπή και την ανοχή όλων, και εκεί μπορείς να μάθεις τα μυστικά της πόλης, αφού οι ομοφυλόφιλοι λειτουργούν ως «υπόγειο» δίκτυο παρανομίας και ελέγχου της κοινωνικής ζωής της πόλης… Στερεοτυπικές απόψεις που ίσως δικαιολογούνται για τη δεκαετία του 1960.
Ο βασικός ήρωας της σκηνής ο Τρύφωνας, αστυνομικός στο επάγγελμα, είναι μια ασαφής σεξουαλικότητας μορφή και ο Αρίστος τον αντιμετωπίζει ως βδέλυγμα και φορέα κακών επιρροών. Η πρόταση για χορό προκαλεί αηδία στον Αρίστο, θεωρείται «εξωφρενική πρόσκληση» και ο ίσως ομοφυλόφιλος Τρύφων αποδίδεται ως αρπακτικό πτηνό έτοιμο να κατασπαράξει τον αθώο ετερόφυλο Αρίστο.  Το τελευταίο απόσπασμα της ονειρικής σεξουαλικής συνεύρεσης είναι πάλι μια στερεοτυπική επανάληψη. Ο ομόφυλος έρωτας είναι μια σιχαμερή πράξη, γίνεται μόνο μέσα στα πλαίσια οργιαστικών σκηνών, είναι μια απλή σαρκική σχέση χωρίς συναισθήματα και προκαλεί αηδία σε όποιον ετερόφυλο απλά τη σκεφτεί ως εικόνα.
Σε επόμενες σκηνές του βιβλίου και  χωρίς να εξυπηρετείται ο μύθος αναπαράγονται ξανά οι ίδιες εικόνες  
Σελ 125 «Ο Τρύφων είχε αισθανθεί για τον Αρίστο την ίδια εκείνη πυρετική φαγούρα που ένιωθε όταν κατά καιρούς βρισκόταν ανάμεσα σε νέους, τους οποίους επεδίωκε να γοητεύσει και ίσως να αποπλανήσει αν τα κατάφερνε….Ο Τρύφωνας είχε το βλέμμα του ιδιότυπου παιδοτρίβη που ήταν έτοιμος να τον κατασπαράξει….»
Ο Τρύφων θα βοηθήσει τον Αρίστο μόνο αν έχει κάποιο αντάλλαγμα ίσως και σεξουαλικό, και η συμπεριφορά του καθορίζεται μόνο από τον ερωτικό του πόθο για νέους άνδρες. Ο Τρύφων είναι ο κλασικός ομοφυλόφιλος με κάποια θέση εξουσίας που μπορεί να την εκμεταλλευτεί για να ικανοποιήσει τα πάθη του, αλλά που η θέση του, του εξασφαλίζει και ταυτόχρονα μια ασυλία από την κοινωνική κριτική και μια άνεση κινήσεων και ίσως και μια επιλογή υποψηφίων θυμάτων-θηραμάτων. 
Και σε μια ακόμα σκηνή αναφέρεται ένας άλλος ήρωας σε έναν γερμανό αξιωματικό
Σελ 161 «Στην Κατοχή πλήρωσα με χρυσάφια για το σπίτι αυτό, με τη μεσολάβηση ενός γερμανού αξιωματικού, ενός καλού ανθρώπου, που τ’ άρεσε να κουνάει την αχλαδιά και όταν έπινε κανά κονιάκ παραπάνω, καμάρωνε πως στο καρναβάλι της πόλης του μασκαρευόταν και γινόταν κάθε χρόνο Σβούλενκένιχ. Και εμένα μου είχε μείνει η απορία, σε τι μπορεί να μεταμφιεστεί ένας βασιλιάς των Πούστηδων…σε συκιά με κουδούνια; »
Η αναφορά στην ομοφυλοφιλία του προσώπου αυτού, πραγματικά δεν κατανοώ ποια χρησιμότητα εξυπηρετεί. Πάλι όμως αναφέρεται ο ομοφυλόφιλος, ως καλός άνθρωπος, αλλά που γίνεται γελοίος μέσα από τη συμπεριφορά του, άρα ανάξιος κάθε σοβαρής αντιμετώπισης από τους άλλους.
Συνοψίζοντας, θα έλεγα ότι η παρουσίαση των ομοφυλόφιλων στο βιβλίο αυτό είναι στα όρια της καρικατούρας και της απλής αναπαραγωγής στερεοτυπικών αντιλήψεων. Οι ομοφυλόφιλοι κινούν τα νήματα της οικονομίας και της κοινωνίας με ένα μυστικό δίκτυο και ασχολούνται σε όλη τους τη ζωή πως θα κορέσουν το πάθος τους για νεανική ανδρική σάρκα….Ας δεχθούμε ότι ο συγγραφέας μιλάει για περασμένες εποχές και ίσως αναπαράγει μια εικόνα της τότε εποχής.
Περνώντας όμως στο δεύτερο βιβλίο , «Μάρμαρα στη μέση» που αναφέρεται στη σημερινή εποχή, η κακή εικόνα συνεχίζεται και ίσως χειροτερεύει. 
Ο βασικός ομοφυλόφιλος ήρωας είναι ο Χάινριχ, γερμανό-ολλανδός επιχειρηματίας, παραλίγο σύζυγος της Ουρανίας, κόρης του βασικού έλληνα ήρωα του βιβλίου.  
Στη βασική σκηνή που αφορά το θέμα μας η Ουρανία αποκαλύπτει γιατί τελικά δεν προχώρησε σε γάμο με το Χάινριχ.
 Σελ 39 « τα πήγαινε καλά η Ουρανία, όχι μόνο με τα πατρικά σχέδια, αλλά και με τη σχέση της που φαινόταν πως σιγά σιγά θα κατέληγε στο Δημαρχείο για την τυπική επικύρωσή της, όταν πέρσι το καλοκαίρι τα πάντα και απότομα κατέρρευσαν. Είχαν όλα χαλάσει  ένα βροχερό αυγουστιάτικο βράδυ, όταν η Ουρανία διέλυσε τον αρραβώνα της με τον Χάινριχ.» « Ο Χάινριχ νέο και ανήσυχο επιχειρηματικό πνεύμα, είχε τα δικά του σχέδια και δεν σκόπευε να γίνει υπάλληλος του μελλοντικού πεθερού του.»
Σελ 40 «κρατούσε μυστικά ο υποψήφιος γαμπρός και ψυχράνθηκαν οι σχέσεις τους κυρίως απ’ όταν του ‘χε προτείνει να αγοράσει ένα πακέτο μετοχών της μαρμαροβιομηχανίας και ο Χάινριχ το απέρριψε, λέγοντάς του εν ψυχρώ δεν με συμφέρει.»
Σελ 81 « ο Μπάμπης είχε γνωρίσει τον Χάινριχ στο πλαίσιο των καθηκόντων του και τον συναναστρεφόταν κοινωνικά όταν άρχισε να τον ζηλεύει, επειδή εκείνος ο τύπος συχνά συνοδευόταν από την Ουρανία, στην οποία φαινόταν να ασκεί μια ιδιαίτερη γοητεία, αν και ομοφυλόφιλος.»
Σελ 84 « το αναιμικό φλερτ προς την Ουρανία ίσως να μην ήταν τίποτε άλλο από το σκάψιμο μιας ατραπού προς τη συμμαχία, τον συνεταιρισμό των δυνάμεων δύο νέων και ικανών ανδρών, διψασμένων για χρήμα και εξουσία.» 
Σελ 85 « ο Χάινριχ Μπέρσμα , ολλανδικής καταγωγής, είχε ,μεγαλώσει σε μια πολίχνη  δίπλα στο Σχεφένιγκεν που είχε δημιουργηθεί πάνω σε έδαφος προσχώσεων και υπό την προστασία φραγμάτων. Συχνά εξαφανιζόταν τα Σαββατοκύριακα και επισκεπτόταν την οικογένειά του από την άλλη πλευρά των συνόρων. Περνούσε ατέλειωτες ώρες περπατώντας πάνω κάτω στο κοντινότερο φράγμα και αγνάντευε έναν χλωμό ήλιο να βασιλεύει πάνω από τα μαύρα νερά της θάλασσας, μπροστά στην οποία έβαζε τα κλάματα, όπως έκανε από μικρό παιδί χωρίς να ξέρει γιατί ακόμα και σήμερα. Ένιωθε πως όλη του τη ζωή την είχε περάσει πάνω σε κινούμενο έδαφος που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σκεπαστεί με νερό και ν’ αρχίσει να φεύγει κάτω από τα πόδια του…. »
σελ 86  «Η Ουρανία είχε τύχει να κάνει με μια παρέα φίλων της μια εκδρομή μέχρι το μεγάλο φυσικό πάρκο που βρίσκεται ανατολικά της Ουτρέχτης και όταν σταμάτησαν το απομεσήμερο να τσιμπήσουν κάτι τον είδαν να λικνίζεται επικεφαλής μιας παρέλασης όπως μαούνα που μπαίνει στο λιμάνι, κουνώντας μια πολύχρωμη μπαντάνα πάνω από το κεφάλι του. Η Ουρανία σαν έτοιμη από καιρό δεν είχε εκπλαγεί όταν βρέθηκε κατά πρόσωπο με το Χάινριχ που έσερνε τον κόρδακα δίπλα στο κανάλι με ένα χαρούμενο τσούρμο να τον ακολουθεί, ξεφωνίζοντας και σείοντας τα χέρια πάνω από το κεφάλι τους σαν να επικαλούνταν κάποια υπερκείμενη δύναμη. Ένα όρυγμα δημιουργήθηκε στο στομάχι της από το γεγονός ότι της το είχε αποκρύψει. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με το αν ήταν ομοφυλόφιλος ή όχι, το θεώρησε μια πούστικη συμπεριφορά και ασφαλώς ήταν μια πουστιά, και αυτό ήταν που μέτρησε. Το ‘κρυβε λέγοντάς της ψέματα και αυτό ήταν όλο. Μ΄ έκανε να νιώσω υποπόδιο είχε πει στη φίλη της. Θα ήταν ένας γάμος για ξεκάρφωμα και δεν μ΄ ενδιέφερε να πάρω μέρος σε κάτι τέτοιο.»
Η Ουρανία συζητά με τη φίλη της Λουκία
 Λ «το ’κανες επειδή είναι ομοφυλόφιλος;… αυτό σε τρόμαξε; τόσο καιρό που βγαίνατε μαζί δεν το είχες καταλάβει;…» ρωτούσε η Λουκία
Ο « και επειδή άργησα να το καταλάβω, να κάνω ακόμα πως δεν το ξέρω;»
Λ« αναρωτιέμαι μήπως έχεις κάτι με τις αδερφές»
Ο« δεν έχω κάτι με τις αδερφές, αλλά με τους υποκριτές»
Λ «είσαι ανόητη. Πήγες και έκανες μια βλακεία. Είναι καλό παιδί ο Χάινριχ. Αυτός δεν επρόκειτο ποτέ να μπερδευτεί στην προσωπική σου ζωή. Αντιθέτως θα σου προσέφερε ένα επίπεδο ζωής ανώτερο από αυτό που έχεις. Είσαι βλάκας.»
Ο «Κι αυτός όμως θα μπορούσε να ζήσει έτσι τη ζωή του σύμφωνα με τις προσωπικές του επιλογές. Δεν θα ‘θελα να ζήσω με έναν άνθρωπο και να γίνω η κουρτίνα πίσω από την οποία εκείνος θα συνέχιζε να υποδύεται τη Σαλώμη. Τι θα ήμουν εγώ , η γυναίκα του ή  ο ατζέντης του;  … και ενώ μου κακολογούσε τον τρόπο ζωής μου και τις κοινωνικές συμβάσεις , την ίδια στιγμή έψαχνε να τρυπώσει στον κανόνα εκείνης της κοινωνίας που κατέκρινε. Αυτός, ο αυστηρός κριτής, ο τιμητής των πράξεών μας, η εξαίρεση όλων μας, επιζητούσε να ενσωματωθεί στον κανόνα. Από μια μεριά το καταλάβαινα και το τον συμπονούσα….» 
Σελ 115 « είμαι έτοιμη να μιλήσω με το Χάινριχ είναι σωστός άνθρωπος, τον έχουμε όλοι μας παρεξηγήσει …. Αποκλείεται αυτός είναι φίδι που ζέσταινα στον κόρφο μου τόσον καιρό»  
Σε όλη αυτή την υπόθεση της ομοφυλοφιλίας του Χάινριχ, πάλι αναπαράγονται στερεοτυπικές εικόνες. Ο Χάινριχ επιδιώκει έναν γάμο από συμφέρον και οικονομικό και κοινωνικό. Αισθάνεται ασταθής κοινωνικά και έχει συναισθηματικά ξεσπάσματα. Θα κατοχυρώσει την κοινωνική του θέση αλλά και την επιχειρηματική του δραστηριότητα ως παντρεμένος με γυναίκα. Αυτό σηκώνει πολύ συζήτηση για τη Γερμανία του 2016 και κατά πόσο θα ήταν απαραίτητο ένα τέτοιο σχέδιο και μια διπλή ζωή σε έναν ομοφυλόφιλο άνδρα του σήμερα. Ο Χάινριχ μόνο ως ετερόφυλος παντρεμένος μπορεί να κάνει καριέρα; Δολοπλοκεί εναντίον της Ουρανίας και την παρασύρει σε μια υποκρισία χωρίς τη θέλησή της. Είναι ο πονηρός κρυφός ομοφυλόφιλος που ζει διπλή ζωή. Όμως ακόμα και αν όλα αυτά είναι πιθανά και υπαρκτά, εξυπηρετεί κάτι στην πλοκή του έργου ο τρόπος της αποκάλυψης της ομοφυλοφιλίας του Χάινριχ; Ο σοβαρός κατά τα άλλα επιχειρηματίας πρέπει να εξευτελιστεί εντελώς στα μάτια της υποψήφιας συζύγου , αλλά και των αναγνωστών νομίζω, όταν η ομοφυλοφιλία του αποκαλύπτεται τυχαία με την συμμετοχή του σε μια παρέλαση ομοφυλοφίλων στην Ολλανδία, από όπου κατάγεται. Η επιλογή της χώρας είναι τυχαία;  Ο Χάινριχ δεν μπορεί να είναι ο σοβαρός γερμανός επιχειρηματίας πια, αλλά γίνεται η «τρελή αδελφή» που κάθε σαββατοκύριακο ζει ένα καρναβάλι, συμμετέχοντας στις παρελάσεις ομοφυλοφίλων στην πατρίδα του. Ο Χάινριχ πρέπει να εξευτελιστεί εντελώς. Ένας ομοφυλόφιλος για τον Νόλλα δεν μπορεί να είναι σοβαρός επιχειρηματίας αλλά πρέπει να είναι η «τρελή με τα φτερά». Νομίζω ότι έτσι αφαιρεί από τον ήρωα αυτό κάθε δύναμη που έχει να παρέμβει στα γεγονότα του μυθιστορήματος. Τον κάνει μια καρικατούρα και ενδόμυχα του αφαιρεί κάθε δυναμική ανδρικής παρουσίας στις εξελίξεις. Είναι απλά ο δυστυχισμένος αλλά κακός ομοφυλόφιλος που προσπάθησε να εκμεταλλευτεί την αθώα κόρη και συναισθηματικά και οικονομικά. Ο Χάινριχ εξευτελιζόμενος έτσι, δεν αποτελεί πια απειλή για τις οικογενειακές υποθέσεις. Επίσης ενδιαφέρον προκαλεί η συζήτηση των δύο γυναικών. Προτείνει η φίλη Λουκία στην Ουρανία ένα γάμο υποκριτικό, από καθαρό συμφέρον για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο. Ο Χάινριχ ως ευνουχισμένος – ομοφυλόφιλος σύζυγος απλά θα υπάρχει ως κάλυψη για μια άνετη ζωή . Η Ουρανία θα είναι ελεύθερη να ζει όπως θέλει. Ευτυχώς ο Νόλλας εδώ κάνει την ηρωίδα του να παίρνει σωστή απόφαση, αλλά μιλώντας με εντελώς απαξιωτικά λόγια. Η Ουρανία ονοματίζει τον παραλίγο σύζυγό της Σαλώμη και ότι αυτή θα παρίστανε τον ατζέντη του. Κάθε ομοφυλόφιλος άνδρας λοιπόν κρύβει μια Σαλώμη μέσα του και χρειάζεται ατζέντη για να αναδειχθεί.  Επίσης η Ουρανία λέει ότι λυπάται τον Χάινριχ για τη ζωή του. Συμπέρασμα λοιπόν από όλα αυτά...Ο ομοφυλόφιλος άνδρας είναι πάντα μια δυστυχισμένη ύπαρξη, που κρύβει την καλλιτεχνική του φύση, και οι ετερόφυλοι απλά πρέπει να τον λυπούνται. Ωραία πρότυπα μας δίνει ο συγγραφέας.

Συνοψίζοντας τις σκέψεις μου, θα ήθελα να σχολιάσω και το εξής. Τα δύο αυτά βιβλία είναι γραμμένα από έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας πια, και που έχει κάθε δικαίωμα να έχει όποια γνώμη θέλει για τους ομοφυλόφιλους και τη συμπεριφορά τους. Όμως σκέφτομαι, σε ποιους απευθύνονται  βιβλία σαν αυτά. Στους νέους σίγουρα όχι και ίσως ευτυχώς όχι. Στο κάπως λοιπόν πιο ώριμο αναγνωστικό κοινό και ίσως σε ένα συνήθως γυναικείο κοινό, δημιουργεί ξανά ένα αρνητικό στερεότυπο για τους ομοφυλόφιλους άνδρες. Είναι πονηροί, λειτουργούν υπόγεια και είναι πάντα διπρόσωποι και υποκριτές. Είναι ακόμα και ίσως μια καλή περίπτωση για έναν ήσυχο γάμο που εξασφαλίζει άνετη διαβίωση. Μια ελληνίδα μάνα του 2016 έχει ανάγκη να διαβάσει κάτι τέτοιο από έναν αναγνωρισμένο και βραβευμένο συγγραφέα; Έχει ανάγκη να διαβάσει ότι ο ομοφυλόφιλος γιος της είναι μια Σαλώμη και θα βουτηχτεί στην υποκρισία για να μπορέσει να επιβιώσει στην ελληνική κοινωνία του 2016; Θα ήθελα και θα ευχόμουν να δίναμε μια πιο ρεαλιστική εικόνα για τη ζωή των ομοφυλόφιλων ανδρών σήμερα στη χώρα μας και να μην καταφεύγουμε στις εύκολες εικόνες και τους αναμενόμενους συνειρμούς που αυτές δημιουργούν. Κλείνοντας θα έλεγα ότι όλη αυτή η αρνητική εικόνα για τους ομοφυλόφιλους δεν νομίζω ότι προσθέτει κάτι στο μύθο των δύο βιβλίων. Η αναπαραγωγή τέτοιων εικόνων δεν εξυπηρετεί κανένα άλλο σκοπό πέρα από έναν εύκολο εντυπωσιασμό μέσα στο ήδη υπερφορτωμένο με συμβολισμούς και ιδέες κείμενο.  

                                                                                                         Σταύρος Σφακιωτάκης